ὑπέρλευκον

ὑπέρλευκον
ὑπέρλευκος
exceeding white
masc/fem acc sg
ὑπέρλευκος
exceeding white
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιφοινίσσω — ἐπιφοινίσσω (Α) 1. κάνω κάτι κόκκινο στην επιφάνεια, κοκκινίζω («ἵνα τὴν ὑπέρλευκον αὐτῶν... [τῶν παρειῶν] χροιὰν τὸ πορφυροῡν ἄνθος ἐπιφοινίξῃ», Λουκιαν.) 2. (αμτβ.) κλίνω προς το κόκκινο χρώμα («οἷς τὸ πρόσωπον ἐπιφοινίσσον ἐστί», Αριστοτ.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”